- ἀναλληγόρητος
- ἀναλληγόρητος, ον,A without allegory, Eust.83.23, 549.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναλληγόρητος — ἀναλληγόρητος, ον (Μ) [ἀλληγορῶ] ο δίχως αλληγορία … Dictionary of Greek
ἀναλληγόρητος — without allegory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλληγόρητον — ἀναλληγόρητος without allegory masc/fem acc sg ἀναλληγόρητος without allegory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλληγορήτοις — ἀναλληγόρητος without allegory masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)